- ὀπτήρ
- ὀπτ-ήρ, ῆρος, ὁ, (ὄψ)A one who looks or spies, spy, scout, Od. 14.261, A.Supp.185, S.Aj.29.II one who has seen, Id.Ichn.77 ; eye-witness, Antipho 5.27, X.Cyr.4.5.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀπτήρ — one who looks masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτῆρα — ὀπτήρ one who looks masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτῆρας — ὀπτήρ one who looks masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτῆρες — ὀπτήρ one who looks masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτῆρος — ὀπτήρ one who looks masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτῆρσι — ὀπτήρ one who looks masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτήρων — ὀπτήρ one who looks masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπτήρ — κατοπτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. κατάσκοπος, ανιχνευτής («σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῡ ἔπεμψα», Αισχύλ.) 2. το χειρουργικό εργαλείο εδροδιαστολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οπτήρ (< ὀπτήρ < θ. οπ τού ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. δι οπτήρ, επ… … Dictionary of Greek
πανοπτήρ — ῆρος, ό, Μ πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀπτήρ (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. κατ οπτήρ] … Dictionary of Greek
horópter — (Del gr. horos, límite + opter, el que mira.) ► sustantivo masculino ÓPTICA Línea recta que pasa por la intersección de los dos ejes ópticos, paralelamente a la que une los centros de los dos ojos del observador. TAMBIÉN horóptero * * * horópter… … Enciclopedia Universal
διοπτήρ — ο (AM διοπτήρ Μ και θηλ. διόπτειρα, η) νεοελλ. 1. όργανο για διόπτευση 2. (τοπογρ.) σκοπευτική συσκευή γεωδαιτικών οργάνων για τη μέτρηση αποστάσεων και γωνιών μσν. θηλ. η διόπτειρα η οικονόμος αρχ. μσν. κατάσκοπος αρχ. 1. ανιχνευτής, παρατηρητής … Dictionary of Greek